- μύσος
- το (ΑΜ μύσος καί μῡσος)ακαθαρσία σώματος και ψυχής, μίασμα, βδέλυγμα («τεκνοκτόνον μύσος εἰς ὄμμαθ' ἥξει φιλτάτῳ ξένων ἐμῶν», Ευρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται πιθ. σε *μυδ-σ-ος, οπότε εμφανίζει τη μηδενισμένη βαθμίδα *mu-d- τής ΙΕ ρίζας *meu-d- (παρεκτεταμένης με οδοντικό -d- μορφής τής ΙΕ ρίζας *meu- «υγρός, μουχλιασμένος, ρυπαίνω, καθαρίζω») και συνδέεται με το μυδάω «είμαι υγρός» (πρβλ. ιρλδ. mosach «ρυπαρός», αρχ. γερμ. mussig «ρυπαρός», ρωσ. mušlitĭ «πιπιλίζω»). Κατ' άλλη άποψη, η λ. συνδέεται με το μύω*, οπότε θα είχε τη σημ. «αυτός που, με την αποστροφή την οποία προκαλεί, οδηγεί σε κλείσιμο τών ματιών», ενώ από άλλους συσχετίζεται με τη λ. μῖσος*].
Dictionary of Greek. 2013.